- τετραπτερυλλις
- τετραπτερυλλίςτετρα-πτερυλλίς-ίδος (ῐδ) ἥ четверокрылая дичь, т.е. саранча, по по друг. - четвероногие животные Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] … Dictionary of Greek
τετραπτερυλλίδων — τετραπτερυλλίς four wing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)